καταδιωκτικός

καταδιωκτικός
[катал ьбктикос] επ преследующий.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καταδιωκτικός" в других словарях:

  • καταδιωκτικός — ή, ό (Α καταδιωκτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικό στρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξη αρχ …   Dictionary of Greek

  • καταδιωκτικός — ή, ό 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταδίωξη: Τον συνέλαβε το καταδιωκτικό απόσπασμα. 2. το ουδ. ως ουσ. σημαίνει είδος στρατιωτικού αεροπλάνου ή πλοίου: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν πολλά καταδιωκτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδιωκτικήν — καταδιωκτικός pursuing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδρομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδρομή 2. κατάλληλος για καταδίωξη, καταδρομή, καταδιωκτικός 3. το ουδ. ως ουσ. το καταδρομικό(ν) κατηγορία πολεμικών πλοίων που είναι ελαφρότερα από τα πλοία μάχης, αλλά ταχύτερα από αυτά, αλλ. εύδρομο(ν) 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»